φτιαστός

φτιαστός
-ή, -ό, Ν
βλ. φτ(ε)ιαχτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φτιαστός — φτιαστός, ή, ό και φτιαχτός, ή, ό και φκιαχτός, ή, ό επίρρ. ά, ο τεχνητός, ο μη φυσικός, ο φτιαγμένος, ο πλαστός, ο νοθεμένος: Η ευγενική του συμπεριφορά είναι φτιαχτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φκιαχτός — ή, ό βλ. φτιαστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτιαχτός — ή, ό βλ. φτιαστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”